top of page
Search

"Με παγωνιά, μα με θαλπωρή στην καρδιά"

  • Writer: Katerina Kolyda
    Katerina Kolyda
  • Dec 21, 2020
  • 4 min read

ree










Δημοτικό σχολείο Στενιών Άνδρου εν έτει χίλια εννιακόσια εβδομήντα...

Με φωταψίες λιγοστές και στολισμό λιτό κι απέριττο, μα αποτυπωμένα όλα τούτα, με τον πλούτο που έχουν στα μάτια της ψυχής, τα αληθινά, τα αυθεντικά, τα πηγαία φώτα και στολίδια των εορτών! Των εορτών της ψυχής...


Δημοτικό σχολείο Στενιών Άνδρου εν έτει χίλια εννιακόσια εβδομήντα...

Με παγωνιά, μα με μια θαλπωρή στην καρδιά, που έλεγες πως δεν μπορεί, κάπου εκεί θα έκαιγε μια τεράστια φωτεινή ξυλόσομπα, για να ζεστάνει τα μικρά τρυφερά χέρια μας, να φωτίσει στο φεγγοβόλημά της τα μικρά, χλωμά πρόσωπά μας...


Θυμάσαι;

“Θυμάμαι”,μου λες...

Κι εσύ Θοδωρή, κι εσύ Δημήτρη, κι εσύ Ανδρέα, κι εσύ Κατερίνα, θυμάσαι...

Θυμούνται μαζί μας κι οι μάνες κι οι πατεράδες κι οι παππούδες κι οι γιαγιάδες κι οι γενεές γενεών...

Ήθη και έθιμα, για τα οποία ακόμη σιγοκαίει μέσα μας μια αμυδρή ελπίδα, πως δεν θα ξεχαστούν...δεν θα μας ξεχάσουν....


Η μάνα έβγαλε από το πανεράκι του ραψίματος, μια γυαλιστερή αρκετά πλατιά κορδέλα, πέρασε σε μια βελόνα την άσπρη κλωστή και ξεδιπλώνοντας αρκετό μπαμπάκι, το στερέωσε με ανάλαφρες, επιδέξιες κινήσεις πάνω στην κορδέλα...

Κατόπιν, έβγαλε από τη συρταριέρα ένα ακόμη κουτί με μπαμπάκι και το έραψε - τρόπος του λέγειν - πάνω σε ένα σκουφί του αδελφού μου...

Δεν καταλάβαινα τι έκανε...παρατηρούσα όμως και φανταζόμουν....

Φανταζόμουν ότι ήταν χιόνι...!

Αφράτο και κάτασπρο - έτοιμο να δεχθεί τις χαρές και τα παιχνίδια μας ...

Όλων εμάς, που σεργιανούσαμε από γειτονιά σε γειτονιά και κουτρουβαλούσαμε και ξανασηκωνόμαστε και ξαναβαράγαμε ο ένας τον άλλον... στον πιο προσφιλή, τον πιο ακίνδυνο πόλεμο, εκείνο των παιδιών όλης της γης και της χαράς τους...


Μεσημέριασε και αφού γευματίσαμε οι τρεις μας, η μάνα έβγαλε από την ντουλάπα το σκούρο μπλε παντελόνι και σακάκι του αδελφού μου,το σιδέρωσε - εάν και δεν είχε ούτε ίχνος τσαλάκας - και το κρέμασε στο πόμολο της πόρτας...

Νωρίς το απόγευμα, μου έβαλε τα κόκκινα λουστρίνια παπουτσάκια, μου φόρεσε το κόκκινο βελουδένιο φόρεμα, μου μάζεψε τα μακριά, σγουρά μου μαλλιά με μια τεράστια κόκκινη κορδέλα και λίγο πριν ξεκινήσουμε για τη γιορτή, με βοήθηκε να βάλω το χνουδωτό παλτουδάκι μου και το μπλε πλεκτό σκούφο μου, που - τι κρίμα - πατίκωνε τον φαντασμαγορικό φιόγκο της κοτσίδας μου!

Ετοιμάστηκε και η μάνα φορώντας τα καλά της, έπιασε τα πλούσια μαλλιά της σε κότσο και έβαλε ροζ κραγιόν στα χείλη της...


Εάν τα θυμάμαι ή τα φαντάζομαι τώρα, δεν έχει καμία σημασία πια....

Σημασία έχει η γλυκύτητα της μνήμης ή της φαντασίας, με την οποία γεμίζει τα κενά της η μνήμη καμιά φορά...

Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια του απότομου “Κακόβολου”, η μάνα με κρατούσε από το ένα χέρι με τρυφερότητα κι έγνοια για να μην σκοντάψω ...

Ήταν πολύ μεγάλη η ασφάλεια που ένιωθα ... μα, ήταν το ίδιο μεγάλη κι αβάσταχτη η έλλειψη του πατρικού χεριού στ΄άλλο μου χέρι...

Ο πατέρας είχε μπαρκάρει την προηγούμενη άνοιξη και ταξίδευε κείνες τις γιορτές, όπως και τόσες άλλες...

Δεν ήταν ο μόνος, οι πατεράδες των περισσότερων από εμάς έλειπαν κείνες τις γιορτές, όπως και πολλές άλλες αργότερα....

Κι έτσι είχαμε μια παρηγοριά κι ένα παράπονο μεταξύ μας να μοιραστούμε...

Μια κοινή μοίρα!

Αργότερα, ύμνησαν ποιητές και λογοτέχνες εκείνα τα χρόνια μα, για εμάς που τα ζήσαμε δεν ήταν ύμνος.

Ήταν το παράπονο. Ήταν η παρηγοριά.

Ήταν η βαρύτητά μας στο πάτημα της γης και η δύναμή μας στη ζωή, το φτερούγισμα της ψυχής μας στο φτάσιμο του ορίζοντα.

Ήταν το έναυσμα για το δικό μας ταξίδι – όπως αποδείχτηκε τελικά...

Δεν ξέρω εάν όλα εκείνα πρέπει να υμνηθούν, σίγουρα όμως αξιζει να καταγραφούν, να περάσουν το κατώφλι της ιστορίας και από τη θύμησή μας να ζήσουν στην μνήμη της ανθρωπότητας...


Την ανθρωπιά που είχαμε αναμεταξύ μας, δεν την δηλώναμε με συναισθηματισμούς. Τουναντίον μάλλον...

Υπήρχαν οι ταξικές διαφορές, οι κοινωνικές και οικονομικές διακρίσεις...

Όμως, η μητριαρχική οικογένεια-στην οποία σχεδόν όλοι ζήσαμε-μας έδινε μαθήματα συμπεριφοράς σαν μητρική αγκαλιά και το παιχνίδι στις γειτονιές μας μάθαινε τους κανόνες...

Κλέφτες κι αστυνόμοι, πλούσιοι και φτωχοί...

Όλοι είμασταν εκεί, μαζεμένοι...

Στις γειτονιές και στα γεφύρια, στις μπουσουνάρες της Πεντάβρυσης, στις πλύστρες του Καραβά και του Χιονάτου, στα ξωκλήσια και στις ακρογιαλιές του χωριού...

Όλοι ανεξαιρέτως είμασταν εκεί μαζεμένοι!

Θυμάσαι;

Ναι, μου απαντάς, θυμάμαι...

Και κάτι ακόμη, ήσουν και εσύ εκείνη την παραμονή των εορτών στο σχολείο...

Εσύ, πατέρα, μητέρα, πρόγονε του καθενός μας, έστω και νοερά...

Μπερδεμένοι όλοι μα, ξεχωριστοί μέσα στις μνήμες που μας προικίσατε...


Θυμάσαι;...

Κι αν δεν θυμάσαι, δεν πειράζει...

Τώρα που παρουσίες κι απουσίες έχουν γίνει όλα ένα, τώρα που σου μιλώ, θα αναβλύσει νερό γάργαρο η καρδιά και δεν μπορεί, θα ξαναθυμηθείς....


Δημοτικό σχολείο Στενιών εν έτει χίλια εννιακόσια εβδομήντα...

Συγκεντρωμένο συναίσθημα σε ένα γιορτινό χειμωνιάτικο απόγευμα ...

Τα σχολεία θα έκλειναν. Συγκεντρωθήκαμε όλοι, λίγο πριν τις γιορτές, εκεί, τιμώντας κι εκτιμώντας τον χρόνο...

Τον χρόνο που διαθέταμε ο ένας για τον άλλο, για να αντιμετωπίσουμε την φθορά και την αναγέννησή μας στο κύλισμά του...

Το κύλισμα του χρόνου που ήταν παιδί, του χρόνου που ήταν γέρος, μα και του χρόνου που ξαναγίνεται παιδί στο ατέρμονο ταξίδι του, στην αιωνιότητά του...


Είδα τον αδελφό μου, αγνώριστο, με γενειάδα και μαλλιά από μπαμπάκι πάνω στο έδρανο της μεγάλης αίθουσας μαζί με πολλά παιδιά...

Είδα τη μάνα να τον κοιτάζει με περρίσειο καμάρι...

Τον άκουσα σε μια στιχομυθία με τον Δημήτρη...κι ύστερα άκουσα όλα, μα όλα τα παιδιά να τραγουδούν “Γέρε χρόνε φύγε τώρα, πάει η δική σου η σειρά....”

Και κοίταζαν τον αδελφό μου!...Άρχισα να κλαίω...

Και το τραγούδι συνεχιζόταν, ολοένα και πιο δυνατά... “ήρθε ο νέος με τα δώρα, με τραγούδια και χαρά!” Και κοιτούσαν τον Δημήτρη...

“Μαμά, γιατί διώχνουν τον αδελφούλη μου;” ψέλλισα, πλανταγμένη στο κλάμα...

Η μάνα χαμογέλασε γλυκά και με ένα τρυφερό άγγιγμα στα μάγουλά μου, σφούγγιζε τα δάκρυα με την παλάμη της...

“Ένα θεατρικό παιχνίδι είναι κοριτσάκι μου”, είπε, “Του χρόνου τέτοιες μέρες, μπορεί ο καινούριος χρόνος σε αυτό το παιχνίδι να είναι ο αδελφός σου”

Δεν θυμάμαι πόση ώρα μου πήρε για να συνέλθω...


Θυμάμαι με πολλή αγάπη εκείνο το κοριτσάκι, εκείνη την παραμονή των γιορτών του χίλια εννιακόσια εβδομήντα και με βλέπω σήμερα - φορτωμένη επιπλέον μισό αιώνα - να εκφράζω, με την ίδια ένταση και συγκίνηση, την συναίνεσή μου σε μια διαπίστωση ...“Ο χρόνος δεν φεύγει , μήτε έρχεται, ο χρόνος κυλάει ρευστός μέσα στις κοίτες του πολιτισμού και των παραδόσεών μας, των ηθών και των εθίμων μας, μα κυρίως, κυλάει σαν γάργαρο νερό στην κοίτη της ψυχής μας και την μεταφέρει έως τον τελικό της προορισμό...εκεί, σε μια μικρή λίμνη στη γειτονιά των αστερισμών... εκεί, στην πατρίδα και την κοιτίδα του σύμπαντος...

Κατερίνα Ν. Κολυδά

Στενιές Άνδρου

21-12-2020


 
 
 

Comments


©2020 by katerina blog. Proudly created with Wix.com

bottom of page